κατωπός

κατωπός
κατωπός -όν (Μ)
αυτός που κοιτάζει κάτω λυπημένος, κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* -ωπός (< θ. -ωπ- τού ὄπ-ωπ-α), πρβλ. αντ-ωπός, εισ-ωπός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατωπός — with downcast looks. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωπούς — κατωπός with downcast looks. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • κατωπία — ἡ (Α) [κατωπός] το να κοιτάζει κανείς θλιμμένα προς τα κάτω, κατήφεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”